- περγαμηνή
- parchemin
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
περγαμηνή — Δέρμα, συνήθως από πρόβατο, κατεργασμένο κατάλληλα ώστε να χρησιμοποιείται για διάφορες χρήσεις (όπως η βιβλιοδεσία, η μικρογραφία κλπ.), αλλά κυρίως για τη γραφή ή εκτύπωση πολυτελών εκδόσεων. Χειρόγραφη προκήρυξη σε περγαμηνή του Δόγη της… … Dictionary of Greek
περγαμηνή — η 1. μεμβράνη από δουλεμένο δέρμα. 2. τίτλος σπουδών, πτυχίο. 3. εξαιρετική τιμητική διάκριση: Έχει πολλές περγαμηνές αυτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Περγαμηνή — Περγαμηνός citadel fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… … Dictionary of Greek
περγαμηνός — ή, ό / περγαμηνός, ή, όν, ΝΑ [Πέργαμος] 1. αυτός που προέρχεται από την Πέργαμο ή αυτός που κατασκευάζεται στην Πέργαμο 2. το θηλ. ως ουσ. η περγαμηνή βλ. περγαμηνή νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Περγαμηνός και η Περγαμηνή ο… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
ειλητάριο — Μακρόστενη λωρίδα περγαμηνής, που τυλιγόταν γύρω από ένα στρογγυλό ξύλο, τον κοντό (γι’ αυτό ονομαζόταν και κοντάκιο). Στις δύο όψεις της γραφόταν το κείμενο της Θείας Λειτουργίας. Τα ε. χρησιμοποιήθηκαν κυρίως από τον 11ο έως τον 15o αι.… … Dictionary of Greek
περγαμηνοειδής — ές 1. ο όμοιος ως προς την υφή ή την όψη με περγαμηνή 2. φρ. «περγαμηνοειδείς πλάκες» ιατρ. σχηματισμοί που θυμίζουν περγαμηνή και παρουσιάζονται στο δέρμα πτώματος, στα σημεία που αφαιρέθηκε βίαιως η επιδερμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περγαμηνή + ειδής* … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
βιβλιοφιλία — Η αγάπη για το βιβλίο· λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών. Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14o αι. και πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε… … Dictionary of Greek